σταυροπόδι

σταυροπόδι
Ημιορεινός οικισμός (63 κάτ., υψόμ. 365 μ.), στην επαρχία Ναυπλίας του νομού Αργολίδας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Καρνεζαίικων.
* * *
το, Ν
1. το να κάθεται κάποιος στο έδαφος ή σε κάθισμα με τις κνήμες τοποθετημένες σταυρωτά
2. φρ. «κάθομαι σταυροπόδι» — κάθομαι με τις κνήμες σταυρωτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + πόδι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σταυροπόδι — επίρρ. τρ., τρόπος καθίσματος κάτω στο έδαφος: Κάθισαν σταυροπόδι γύρω από τη φωτιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σταυροπόδης — ο, Ν [σταυροπόδι] αυτός που κάθεται σταυροπόδι …   Dictionary of Greek

  • αλά — Ομοιωματικό μόριο, κυρίως της καθομιλουμένης, που συντάσσεται με κύρια ονόματα (συνήθως εθνικά), σε επιρρηματικές φράσεις. Προέρχεται από το γαλλικό à la ή το ιταλικό alla και δηλώνει μίμηση, ομοιότητα ή παρεμφερή ιδιότητα. Π.χ. έστριψε αλά… …   Dictionary of Greek

  • ανακλαδίζομαι — 1. εκτείνω τα μέλη τού σώματος μου ένεκα κοπώσεως, ατονίας ή αδιαθεσίας, τεντώνομαι 2. κάθομαι οκλαδόν, σταυροπόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κλαδίζομαι < κλαδί. ΠΑΡ. ανακλάδισμα, ανακλαδισμός, ανακλαδιστός] …   Dictionary of Greek

  • ανακλάδισμα — το [ανακλαδίζομαι] 1. έκταση τών μελών τού σώματος ένεκα κοπώσεως, ατονίας ή ασθένειας, τέντωμα 2. κάθισμα σε στάση οκλαδόν, σταυροπόδι …   Dictionary of Greek

  • ανακλαδιστός — ή, ό [ανακλαδίζομαι] αυτός που κάθεται οκλαδόν, σταυροπόδι …   Dictionary of Greek

  • διπλοπόδι — επίρρ. με διπλωμένα, σταυρωμένα πόδια, σταυροπόδι …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • περιβάδην — ΝΜΑ επίρρ. με τον τρόπο που κάθεται κάποιος σε άλογο, ιππαστί, καβάλα («οὐ περιβάδην ἀλλὰ κατὰ πλευράν», Αχιλλ. Τάτ.) αρχ. με σταυρωμένα τα σκέλη, σταυροπόδι ή με το ένα πόδι πάνω στο άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιβαίνω + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. κατα …   Dictionary of Greek

  • σταυρός — Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”